- βομβύκιο(ν)
- το кокон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βομβύκιο — το περίβλημα μέσα στο οποίο ο μεταξοσκώληκας μεταμορφώνεται σε χρυσαλλίδα, το κουκούλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίπτερα — (diptera). Τάξη εντόμων, που περιλαμβάνει περίπου 100.000 είδη, διαδεδομένα σε ολόκληρη τη Γη. Τα δ. έχουν, στο μεγαλύτερο ποσοστό, μέτριο μέγεθος και γενικά διαθέτουν ένα ζεύγος μεμβρανωδών πτερύγων. Το πίσω ζεύγος έχει μεταπλαστεί σε αισθητήρια … Dictionary of Greek
νύμφη — Τελευταίο νεανικό στάδιο, πριν από το στάδιο του ακμαίου, στα έντομα που υφίστανται μεταμορφώσεις. Στα έντομα που η μεταμόρφωση είναι ατελής (ετερομετάβολα, όπως π.χ. τα ορθόπτερα) η ν. διάγει δραστήρια ζωή και διαφέρει από τα προηγούμενα νεανικά … Dictionary of Greek
χρυσαλίδα — Νύμφη των λεπιδόπτερων, που ονομάστηκε έτσι γιατί μερικά είδη της φέρουν στίγματα και βούλες χρυσές. Αντιπροσωπεύει το ενδιάμεσο σε αδράνεια στάδιο της ανάπτυξης των ολομετάβολων εντόμων, δηλαδή αυτών που έχουν πλήρη μεταμόρφωση. Εκτός από τα… … Dictionary of Greek
βδέλλα — (hirudo). Δακτυλιοσκώληκας της τάξης των γναθοβδελλομόρφων, γνωστός και ως β. η ιατρική. Ζει κυρίως στα στάσιμα γλυκά νερά και είναι το τυπικό παράδειγμα του παρασιτικού απομυζητικού οργανισμού. Το πρασινωπό σώμα της είναι κυλινδρικό, μαλακό,… … Dictionary of Greek
γεωσκώληκας — Δακτυλιοσκώληκας, το κυλινδρικό σώμα του οποίου (μέγιστο μήκος 15 εκ.) αποτελείται από πολυάριθμους δακτυλίους ή μεταμερή τμήματα, όμοια μεταξύ τους, έτσι ώστε δεν διακρίνεται η κεφαλή από το υπόλοιπο σώμα. Κάθε μεταμερές τμήμα διαθέτει σμήριγγες … Dictionary of Greek
κλαρώνω — [κλαρί] 1. (για μεταξοσκώληκα) ανεβαίνω στα κλαδιά για να κατασκευάσω βομβύκιο, κουκούλι 2. (για φυτά) πετώ κλαδιά, απλώνω τα κλαδιά και τα φύλλα μου για να περιβάλω κάτι … Dictionary of Greek
κουκουλιάζω — [κουκούλι] 1. (για μεταξοσκώληκα) σχηματίζω κουκούλι, μεταβάλλομαι σε βομβύκιο 2. καλύπτω κάποιον από το κεφάλι, κουκουλώνω … Dictionary of Greek
κουκούλι — Βλ. λ. βόμβυκας. * * * και κουκούλιο, το (ΑM κουκούλιον, Μ και κουκούλλιον) 1. κάλυμμα τού κεφαλιού, κουκούλα, κεφαλόδεσμος 2. (στο Βυζάντιο) (ο τ. κουκούλιο[ν]) ειδική ονομασία τού προοιμίου τών κοντακίων νεοελλ. 1. μαλακή θήκη που παράγεται… … Dictionary of Greek
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek
νευρόπτερα — Τάξη εντόμων που αριθμεί πολυάριθμα είδη σπάνια μικρών διαστάσεων (άνοιγμα πτερύγων 5 χιλιοστά), συχνότερα μέσου ή μεγάλου μεγέθους και ορισμένες φορές πολύ μεγάλου (μερικοί μυρμηκολέοντες έχουν άνοιγμα πτερύγων σχεδόν 17 εκ.). Τα στοματικά… … Dictionary of Greek